- ὑφηγητῇ
- ὑφηγητήςguidemasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφηγητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον υφηγητή ή την υφηγεσία (βλ. λ.), που είναι του υφηγητή: Υφηγητικό σύγγραμμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
наставьникъ — НАСТАВЬНИК|Ъ (122), А с. 1.Предводитель, руководитель, вождь: ты ѥси наставникъ народомъ. СбЯр XIII, 147; Скоро вари кн҃же вѣрнымъ. наставнице. МинПр XIII–XIV, 68 об.; наставници заблужьшимъ. КТур XII сп. XIV, 63; димостенъ. иже бѣ наставникъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
υφηγεσία — η, Ν το λειτούργημα τού υφηγητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφηγοῦμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
υφηγητικός — ή, ό / ὑφηγητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑφηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υφηγητή ή στην υφηγεσία αρχ. 1. ο κατάλληλος να καθοδηγεί, να κατευθύνει 2. φρ. «οἱ ὑφηγητικοι διάλογοι» (ενν. τού Πλάτωνος) οι ερμηνευτικοί, εξηγητικοί διάλογοι,… … Dictionary of Greek
Δεσποτόπουλος, Κωνσταντίνος — (Σμύρνη 1913 –).Νομικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός.Είναι δίδυμος αδελφός του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου (βλ. λ.). Σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1939. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική… … Dictionary of Greek
Καραθανάσης, Αθανάσιος — (Βόλος 1946 –). Φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύτηκε στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας και στα πανεπιστήμια της Σορβόνης … Dictionary of Greek
Κοβαλέφσκαγια, Σοφία Βασιλίεβνα — (Sofya Vasilievna Kovalevskaya, Μόσχα 1850 – Στοκχόλμη 1891). Ρωσίδα μαθηματικός, συγγραφέας και δημοσιολόγος. Σε πολύ νεαρή ηλικία, έδειξε την κλίση της στα μαθηματικά, έχοντας πάντα την υποστήριξη του δασκάλου της, του καθηγητή A.N.… … Dictionary of Greek
Σοφούλης, Θεμιστοκλής — Έλληνας πολιτικός (Βαθύ, Σάμος 1860 Κηφισιά, Αθήνα 1949). Σπούδασε αρχαιολογία στην Αθήνα και στη Γερμανία και απέκτησε τον τίτλο του υφηγητή αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Το 1900 εγκαταστάθηκε στη Σάμο, όπου εκλέχτηκε πληρεξούσιος… … Dictionary of Greek